- εντεταμένος
- -η, -ονβλ. εντείνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐντεταμένος — ἐντείνω stretch perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύντονος — ἀσύντονος, ον (Α) [σύντονος] μη εντεταμένος, χαλαρός … Dictionary of Greek
εντείνω — (AM ἐντείνω) Ι. 1. τεντώνω, τανύω («εντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον») 2. επιτείνω, δυναμώνω («εντείνω τις προσπάθειές μου») 3. διεξάγω με μεγαλύτερη ένταση («εντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek